κορυζώδης

κορυζώδης
κορυζ-ώδης, ες,
A suffering from catarrh,

ἀπὸ κεφαλῆς Hp.Epid. 6.3.3

, cf. 2.3.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορυζώδης — suffering from catarrh masc/fem acc pl (attic epic doric) κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυζώδης — κορυζώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • κορυζώδεις — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem acc pl κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυζωδέων — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυζώδεσι — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυζώδεσιν — κορυζώδης suffering from catarrh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

  • λεμφώδης — λεμφώδης, ῶδες (Α) [λέμφος] 1. κορυζώδης, μυξώδης 2. μτφ. (για πρόσ.) ηλίθιος, βλάκας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”